Η Σμύρνη μάνα καίγεται


Ο Αύγουστος είναι μήνας “βαρύς” για την ελληνική ιστορική μνήμη. Το 1922, η πατρίδα μας γνώρισε τη μεγαλύτερη “Καταστροφή” έως σήμερα, αν εξαιρέσουμε ίσως τη διαχρονική προδοσία του Ελληνισμού της Κύπρου. Η “Μικρασιατική Καταστροφή” κι επί της ουσίας εθνική αναξιότητα, αποτελεί υπό μια πρώτη ανάγνωση, το συμβαντολογικό επακόλουθο της “προγραμματισμένης” ήττας του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, με ορόσημο την ανακατάληψη της φλεγόμενης Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό και τους Τσέτες του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, γεγονός το οποίο η τουρκική ιστοριογραφία καταγράφει άλλωστε ως “Η Μεγάλη Επίθεση”.

Ελληνικό στρατιωτικό τμήμα παρελαύνει κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι στις 14 Ιουλίου 1919

Η τρισχιλιόχρονη παρουσία του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας έληξε βίαια, υπό τη απειλή άλλωστε της πλήρους γενοκτονίας του, καθώς οι… “συνωστιζόμενοι” επιζώντες εκδιώχθηκαν κυνηγημένοι από το σπαθί και τη φωτιά, έως την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών και την αντίστοιχη συνθήκη που υπογράφηκε στη Λωζάνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923.

Τούτη η… νιοστή ελληνοτουρκική σύγκρουση στα εδάφη της Μικράς Ασίας… επακολούθως της μάχης του Μαντζικέρτ τον Αύγουστο του 1071, αποτελεί συγχρόνως τη γεωπολιτική συνέπεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και των Βαλκανικών Πολέμων των ετών 1912-13. Υπό αυτούς τους όρους, η κατάληξη της Μικρασιατικής εκστρατείας τον Αύγουστο του 1922 έφερε τον τραγικό ξεριζωμό του ελληνικού πληθυσμού από τις πατρογονικές εστίες του στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Και δεν ήταν… παρά η αρχή.

Η Ελλάδα, δέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, καθιστώντας το 1922 ένα σημείο καμπής όσο και βιώματος, στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και μνήμη. Από τα μαθητικά μου χρόνια σε Αθήνα και Τρίκαλα, το 1922 με την “Καταστροφή” του, τουλάχιστον όπως μας το δίδαξαν οι δάσκαλοι της εποχής, συνέθεσε μια αλληλουχία γεγονότων τα οποία μας προξενούσαν ήδη δέος, άλλωστε, οι παππούδες μου καθώς είχαν συμμετάσχει ως στρατιώτες στη Μικρασιατική Εκστρατεία, μας μετέδωσαν κι εκείνοι με τη σειρά τους προφορικώς έστω, τον “επεξεργασμένο” απόηχο του 1922.

Αργότερα, κατά τη δεκαετία του ’90, η ιστορική και ανθρωπολογική μου έρευνα σε Ελλάδα και Γαλλία επί του αντικειμένου της Μικρασιατικής Εκστρατείας, προετοίμασε το έδαφος για την ομόλογη διδακτορική μου διατριβή το 1999 στο Πανεπιστήμιο Amiens, υπό την εποπτεία του του Stéphane Audoin-Rouzeau με θέμα, “Τον καθημερινό βίο και τις πολιτισμικές αναπαραστάσεις του Έλληνα Στρατιώτη κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία”.

Υπό το βλέμμα των Γάλλων. Φωτογράφηση της Αθήνας από τον γαλλικό στρατό, το 1917

Εκείνη την εποχή, ήμουν άλλωστε ο πρώτος διδάκτορας του Stéphane Audoin-Rouzeau και πρέπει να αναφέρω πως η εποπτεία του, “κατηχητική” όσο και επιστημονική, υπήρξε κάτι παραπάνω από υποδειγματική. Μεθοδολογικά, ο “τόπος” μου ήταν άλλωστε ήδη κοινός, μεταξύ ιστορίας και εθνολογίας, κι έκτοτε οι μελέτες μου βασίζονται στις άμεσες προσωπικές πηγές, όπως οι επιστολές κι οι εφημερίδες του μετώπου, τα προσωπικά ημερολόγια ή τα φωτογραφικά και τα λοιπά πραγματολογικά τεκμήρια.

Έρευνες, τις οποίες μετέπειτα συνέχισα, μεταξύ άλλων, στο Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Νοτιοανατολικών Ευρωπαϊκών Σπουδών της EHESS στο Παρίσι ή κατά διαστήματα στην Ελλάδα, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και στη Εταιρεία Αρχείων “Μνήμες” στην Αθήνα.

Ένας από τους αρχικούς μου στόχους αλλά όχι ο μόνος, ήταν να εμβαθύνω τις γνώσεις μας ως προς τη συγκρισιμότητα της καθημερινότητας του στρατευμένου Έλληνα της εποχής, με εκείνη του Γάλλου στρατιώτη της περιόδου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Έπειτα, υπό το πρίσμα μιας “εθνογραφικής” ανάγνωσης των πηγών και μέσα από έναν συνεχή διάλογο με αντίστοιχες έρευνες Γάλλων και άλλων ιστορικών, η φιλοδοξία μου ήταν ει δυνατόν, να συνεργήσω στην κατανόηση πολεμικού βιώματος στην Ευρώπη των αρχών του περασμένου αιώνα.

Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία, 1919-22

Το κείμενο που ακολουθεί εμπλουτισμένο και ανανεωμένο, συνοψίζει περιληπτικά μέρος των έρευνών μου και βασίζεται σε διάλεξή μου στον Νέο Κύκλο Κωνσταντινουπολιτών της Αθήνας.

“Η Βαλκανική ημών μάχη : 1821-1922”

Στις 2 Μαΐου 19191 οι πρώτοι Έλληνες στρατευμένοι και αξιωματικοί της Ιης Μεραρχίας αποβιβάζονται στη Σμύρνη. Το νέο αυτό επεισόδιο του ελληνο-οθωμανικού και ελληνοτουρκικού πολέμου θα κρατήσει τρία χρόνια και τρεις μήνες, όσο και η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία, η οποία ολοκληρώνει δραματικά τον κύκλο, τόσο της βαλκανικής πολεμικής δεκαετίας 1912-22, όσο και της ελληνικής εκατονταετίας 1821-22, με το γεγονός το οποίο η ελληνική ιστοριογραφία κατέγραψε έκτοτε ως “Μικρασιατική Καταστροφή”.

Ως προς την πολιτική και στρατιωτική της συνιστώσα, η Μικρασιατική εκστρατεία συνδέεται άμεσα2 με τους Βαλκανικούς πολέμους καθώς και με την ελληνική συμμετοχή στο Ανατολικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το γνωστό βαλκανικό μέτωπο των ετών 1917-18. Ως προς τον τρόπο μάχης όμως, τον οποίο συνυπαγορεύουν, το νοοτροπικό υπόστρωμα, το συλλογικό υποσυνείδητο καθώς και οι πολιτισμικές αναπαραστάσεις των Ελλήνων υπό τα όπλα, η Μικρασιατική Εκστρατεία “εγγράφεται” με τη σειρά της ως μέρος ενός ελληνο-τουρκικού και γενικότερα ενός διαβαλκανικού “μάχεσθαι”.

Ανάμεσα στα σύνθετα χαρακτηριστικά του “ελληνικού πολιτισμικού πολεμικού μοντέλου”, της ελληνικής όσο και βαλκανικής “κουλτούρας του πολέμου”, επέλεξα να προσεγγίσω στο παρόν άρθρο, ορισμένες πτυχές της βίας και του θανάτου στα πεδία των μαχών.3

Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία, 1919-22

Οι μάχες στο Μικρασιατικό πόλεμο δεν είναι συνεχείς, πλην όμως είναι βιαιότατες και σκληρότατες. Σε κάποιο μεταγενέστερο γαλλικό κείμενο στρατιωτικής ιστορίας, ο “ελληνικός πόλεμος” της περιόδου 1919-22 αποτιμάται ήδη θετικά, ως πόλεμος των στρατιωτών του πεζικού, “άρα ως ο εν δυνάμει πόλεμος του έθνους καθότι το πεζικό είναι το πλέον ευαίσθητο όπλο-σώμα”, σε αντιδιαστολή με το δια του πυροβολικού, ήδη “βιομηχανοποιημένο” δυτικό κυρίως μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.4 Η “διαπροσωπική” μάχη, η πάλη σώμα με σώμα, η χρήση κάθε δυνατού πολεμικού μέσου, η υπέρτατη φυσική και ψυχολογική αντοχή των μαχητών χαρακτηρίζουν τόσο τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όσο και τους δύο Βαλκανικούς πολέμους. Σε αντίθεση λοιπόν με το Δυτικό Μέτωπο των ετών 1914-18, “εκεί όπου δεν έβλεπε σχεδόν ποτέ κανείς τον αντίπαλο”, η ελληνο-τουρκική μάχη, είναι τόσο κατά τη στρατιωτική ορολογία, όσο και στην κυριολεξία, μάχη σωμάτων.

Εάν θέλαμε να αποδώσουμε τη μικρασιατική μάχη με μία και μόνον εικόνα θα επαναλαμβάναμε τα γραφόμενα ενός πρώην μαχητή ο οποίος δημοσιεύων το πολεμικό του ημερολόγιο, σημείωνε χαρακτηριστικά. “Το αφιερώνω ξέχωρα στον Έλληνα και τον Τούρκο των υψωμάτων του Μικρασιατικού Ιντερλή, που τους δρασκέλησα νεκρούς από τις καρφωμένες λόγχες του ενός στο στήθος του άλλου. Ξεχωρίζω την αφιέρωση γιατί εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε πως με κοίταζαν με τα ορθάνοιχτα παγωμένα μάτια τους πούτρεχα κι εγώ να συναντήσω το θάνατο σαν να μούλεγαν γιατί τόση βιασύνη. 14 Αυγούστου 1921. Ευρισκόμεθα προ φοβερού θεάματος εις το μέρος που είχεν κάνει το 4ο Σύνταγμα μάχην την προηγούμενην ημέραν ευρίσκοντο πτώματα σωρηδόν ημετέρων, άτινα το ένα επάνω στο άλλο, πολλούς βλέπει κανείς καρφωμένους με την ξιφολόγχη, Τούρκο με Έλληνα και οι δύο πεθαμένοι αγκαλιά”.5

Πάσχα στο μέτωπο. Μικρά Ασία 1919-22, επιχρωματισμένη φωτογραφία Χρήστος Καπλάνης

Παρεμφερής είναι και η περιγραφή της μάχης του Πολατλί στις 12 με 18 Αυγούστου 1921, από τον ανταποκριτή δημοσιογράφο Κώστα Μισαηλίδη στα πολεμικά του φύλλα. “Βρήκαν αγκαλιασμένους ένα φαντάρο μ’ ένα Τούρκο λοχία. Κι’ αλληλολογχισμένους. Όταν στη λύσσα τους επάνω, βύθισαν ο καθένας τη λόγχη του στην κοιλιά του άλλου κι’ έπεσαν, μισοσκοτωμένοι, με τις πληγές τους, δεν σταμάτησαν τον αγώνα. Κι ενώ είχαν μέσα στα σωθικά τους τις λόγχες, συνέχιζαν τον αγώνα με τα χέρια και με τα δόντια. Σε κάθε κίνησή τους, οι λόγχες τους ξέσκιζαν τις σάρκες. Και το αίμα τους έπνιγε. Μα τους έπνιγε και το μίσος. Πόσο βάστηξε με τις σάρκες ξεσκισμένες. Σ’ όλο το κορμί, σ’ όλο το πρόσωπο. Τα δόντια αποτελείωσαν το έργο της λόγχης. Τους έθαψαν μαζί. Τον Έλληνα φαντάρο και τον Τούρκο λοχία”.6

Αντίστοιχες είναι ασφαλώς και οι αναπαραστάσεις των μαχών των Βαλκανικών πολέμων 1912-13. Επ’ αυτού, εκτός από τα κείμενα της πολεμικής αυτής περιόδου, ο μελετητής αλλά και το ευρύτερο κοινό, μπορούν να συμβουλευτούν το σημαντικό έργο της επανέκδοσης από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, πλήθους εικόνων από την ελληνική λαϊκή εικονογραφία των ετών 1912-1913.

Ελληνική Λαϊκή Εικονογραφία 1912-13

Όπως αναφέρεται στον πρόλογο του λευκώματος, “προσφιλή θέματα των καλλιτεχνών κατά τον πόλεμο αυτό υπήρξαν οι ατομικές σκηνές ηρωισμού – μονομαχίες μεταξύ των αντιπάλων – όπου την εικόνα συνθέτουν λίγα, συχνότατα δύο, συμπλεκόμενα πρόσωπα. Σε αυτές τις σκηνές δεν λείπει η ωμότητα, οι λογχισμοί, οι στραγγαλισμοί. Είναι λαϊκές εικόνες που δίνουν όλη τη συναισθηματική ένταση του λαού και εμφανίζονται πιο ωμές στον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, όταν οι Έλληνες είχαν να παλέψουν σκληρά με τον πρώην φίλο και σύμμαχο που τους πρόδωσε και απεδείχθη αιμοδιψής”.7

Ας σημειωθεί επιπλέον, πως τα πραγματικά φωτογραφικά και κινηματογραφικά ντοκουμέντα προερχόμενα από την “καρδιά” της μάχης είναι ελάχιστα, τόσο ως προς τα καθ’ ημάς πολεμικά γεγονότα της δεκαετίας 1912-1922, όσο και για το Δυτικό μέτωπο των ετών 1914-1918, όπου για παράδειγμα, παρά την πληθώρα υπαρκτού κινηματογραφικού υλικού, λίγα μόνον στιγμιότυπα – όχι περισσότερα από λίγα ωριαία λεπτά – απεικονίζουν αυθεντικές σκηνές μάχης. Από την αυτή την άποψη, η ελληνική λαϊκή εικονογραφία είναι πηγή ανεκτίμητη ως προς την επιτόπια ενδοσκόπηση της βαλκανικής μάχης, εάν βεβαίως την αντιπαραβάλει κανείς και με τα κείμενα της περιόδου.

Είναι άλλωστε κοινός τόπος πως η σκληρότητα στο βαλκανικό πεδίο της μάχης συνδέεται τόσο με πρακτικές, όσο και με αναπαραστατικούς μηχανισμούς της ετερότητας οι οποίοι επιβιώνουν από την εποχή της Οθωμανοκρατίας. Οι βαλκανικοί στρατοί αποτελούν την υποχρεωτική μετεξέλιξη ατάκτων σωμάτων, των αρματολών και κλεφτών, ή των κομιτατζήδων. Ενίοτε δε, η χρήση τακτικών και ατάκτων σωμάτων είναι ταυτόχρονη, για να μην πούμε δυσδιάκριτη. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Ελληνο-οθωμανικού πολέμου του 1897 όπου ελληνικά ανταρτικά σώματα έδρασαν παράλληλα με τον τακτικό στρατό στη Θεσσαλία, όπως γνωστή επίσης στην ελληνική ιστοριογραφία είναι και η τουρκική-κεμαλική εκδοχή των Τσετών, κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία, 1919-22

Ως προς τις οθωμανικές πολιτισμικές παρακαταθήκες, η πλέον ενδιαφέρουσα για το θέμα μας, είναι η κωδικοποίηση της βίας ως κανονιστική δικαιακή πρακτική. Το φάσμα των μεθόδων μαρτυρικού θανάτου είναι ευρύτατο. “Ο θάνατος με παλούκωμα προοριζόταν για τους στασιαστές, για τους δράστες ειδεχθών κακουργημάτων και γενικά για όσους αμφισβητούσαν την κρατική εξουσία” σημείωνε ο Νεοκλής Σαρρής, προσθέτοντας στην ανάλυσή του ξεχωριστές παραγράφους για την εκδορά του θύματος, τον βασανισμό στα τσιγκέλια, το σταύρωμα, το σφυροκόπημα των αρθρώσεων, τον αποκεφαλισμό, τον απαγχονισμό και στραγγαλισμό, τους λογής – λογής ακρωτηριασμούς, και βεβαίως το “έθος” του βιασμού των ηττημένων από τους νικητές.

Ο αείμνηστος Έλληνας ιστορικός σημειώνει παράλληλα πως “η ελληνική εθνική κοινότητα, στα πλαίσια της οσμανικής πραγματικότητας δεν υπέστη μόνο βασανιστήρια, αλλά στο μέτρο που μπόρεσε τα ανταπέδωσε. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν οι φρικαλεότητες που διέπραξαν ως όργανα της εθνικής κοινότητας όχι μόνο κατέναντι της οσμανικής εξουσίας, αλλά και κατά των ομοεθνών τους. Ειδικά η απάνθρωπη συμπεριφορά των αγωνιστών του 1821 στον τουρκικό πληθυσμό της επαναστατημένης Ελλάδας, η επέκταση της ίδιας συμπεριφοράς και στους αντιφρονούντες και η συνέχεια της παράδοσης των βασανιστηρίων στο νεοπαγές Ελληνικό κράτος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επαχθή οσμανική κληρονομιά”.8

Ο εθνικοαπελευθερωτικός ελληνικός πόλεμος του 1821 προσφέρει στον προσεκτικό ιστορικό της μάχης πλήθος τέτοιων παραδειγμάτων, τα οποία βεβαίως δεν μπορούν να αναφερθούν εδώ λόγω θεματολογίας αλλά και χώρου. Μέσω αυτών, αντιλαμβάνεται κανείς πως η κωδικοποίηση της βίας, επεκτείνεται έτσι και ως κανονιστική πλέον πολεμική πρακτική. Στο λειτουργικό αυτό σύστημα πολεμικής συμπεριφοράς μπορεί να καταλογίσει κανείς – ως ενδεικτική περίπτωση – τα χιλιάδες αυτιά και μύτες των Ψαριανών που στάλθηκαν με παράτες στην Κωνσταντινούπολη το 1824, καθώς και από ελληνικής πλευράς όσο επίσης τουρκο-οθωμανικής, τη συνήθεια της παρουσίασης… κομμένων κεφαλών. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μακρυγιάννης, “Είχα ένα παλληκάρι Χατζή Μελέτη το λένε, Αθηναίος, όποτε έβγαινε έξω, ή ένα κεφάλι ή δυό θάφερνε μέσα εις το πόστο, γενναίο και τίμιον παλληκάρι”.9

Οι οπλαρχηγοί του 1821 έδιναν μάλιστα και χρηματική αμοιβή επιβραβεύοντας με τον τρόπο αυτό την γενναιότητα των ανδρών εκείνων που έφερναν τα κομμένα κεφάλια. Όταν όμως στη μάχη των Αθηνών-Πειραιά τον Απρίλιο του 1827 οι Έλληνες ως μαχητές πήγαν τα τουρκικά κεφάλια στους εποπτεύοντες ευρωπαίους αξιωματικούς, εκείνοι όχι μόνον δεν έδωσαν το καθιερωμένο μπαχτσίσι, αλλά αντιθέτως, εκδήλωσαν τον αποτροπιασμό τους. “Τους πήγαν οι Έλληνες τα κεφάλια να τους δώσουν μπαχτζίσι, δεν θέλησαν να ιδούνε ούτε εκείνους όπου τα βαστούσαν”.10

Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία, 1919-22

Ο ίδιος Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του κάνει συχνά λόγο για την εκατέρωθεν θανάτωση των αιχμαλώτων – κάποτε και παρά τις συνομολογήσεις ανάμεσα στις εμπόλεμες πλευρές. Άλλα κείμενα της περιόδου δίνουν επιπροσθέτως το στίγμα της “ελληνικής μάχης” όπου κυρίαρχο όπλο είναι το μαχαίρι, όπως εξηγεί σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια στις 30 Δεκεμβρίου 1830, ο στρατηγός Μακρής. “Τον Κεχαγιάμπεη, Μουστάμπεη και όλους τους αξιωματικούς του Κιουταχή και της Αρβανιτιάς, σας κάμω όρκον εις τον Θεόν, όπου ήτον 2,5 χιλιάδες και δεν εγλύτωσαν ούτε 150. Δεν εσκοτώθηκαν ούτε πενήντα με τουφέκι, αλλά με το σπαθί και γιαταγένι τους εμακελεύσαμε, με την βοήθεια του Θεού. Επιάσαμε 200 ζωντανούς και τους έσφαξαν και αυτούς οι Έλληνες, δια τον θυμόν που είχαν εξ αιτίας του Μεσολογγίου. Τέλος πάντων, εστείλαμε εις την διοίκησιν το κεφάλι του Μουστάμπεη και Κεχαγιάμπεη και 170 ζευγάρια αυτιά και 50 ζωντανούς, όπου μόλις εγλύτωσαν οι στρατηγοί από τα χέρια των Ελλήνων”.11

Αν μελετήσει κανείς τα ελληνικά πολεμικά τεκμήρια έναν αιώνα μετά το 1821, καθώς την επιστολογραφία από το μέτωπο της Μικράς Ασίας και τα προσωπικά ημερολόγια, αντιλαμβάνεται με έκπληξη ίσως, πόσο στο επίπεδο των συμβολικών αναπαραστάσεων, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος των ετών 1919-22 χαρακτηρίζεται, βιώνεται και αποτυπώνεται στη συλλογική μνήμη ως ένας αγώνας που γίνεται “με φωτιά και με μαχαίρι”. Τα κείμενα αυτά, περιέχουν πλήθος αναφορών και περιγραφών για το ανελέητο μαχαίρι του Τσέτη, την ξιφολόγχη των Ευζώνων ή και κάποιες φορές, για το στιλέτο των εκκαθαριστών των χαρακωμάτων, έστω κι αν τα πυροβόλα όπλα είναι πλέον εκείνα τα οποία προκαλούν την συντριπτική πλειοψηφία των απωλειών στα πεδία των μαχών, ήδη κατά την πολεμική δεκαετία 1912-22.

Ωστόσο, ως προς την ελληνική πολεμική εκδοχή της επιβιώσας θα λέγαμε πολεμικής πρακτικής, επίγονοι των αγωνιστών του 1821 είναι αδιαμφισβήτητα τα Ευζωνικά συντάγματα. Η θεσμοποίηση όσο και η μετατροπή των τμημάτων αυτών από άτακτα σε τακτικά, πλήρως ενταγμένα στον κορμό του νεοσυγκροτημένου ελληνικού στρατού έγινε σταδιακά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ο ρόλος των ευζωνικών δυνάμεων ως αναπόσπαστου τμήματος του στρατού ξηράς παγιώθηκε άλλωστε οριστικά και με τις νομοθετικές ρυθμίσεις των ετών 1867-1868.12

Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία, 1919-22

Από το κλέφτικο παρελθόν τους, οι τσολιάδες διατήρησαν ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως την πατριαρχική αφοσίωσή τους στον διοικητή – “καπετάνιο”, τούς ισχυρούς δεσμούς μεταξύ μαχητών και πέραν των πρωταρχικών ομάδων επιβίωσης, με δεδομένη την κοινωνική και συχνά τοπική ομοιογένεια των στρατολογημένων Ευζώνων. Αν αναλογισθεί κανείς την καταλυτική λειτουργικότητα των ομάδων αυτών ως αποφασιστική συνιστώσα μαχητικού σθένους, ορμής και αισθήματος αλληλεγγύης μεταξύ συμπολεμιστών, αντιλαμβάνεται καλύτερα την αποτελεσματικότητα των ευζωνικών τμημάτων.

Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό, πως για την διεθνή ιστοριογραφία της μάχης13 οι αναρίθμητες μικρές ομάδες επιβίωσης ή αλλιώς “πρωταρχικές ομάδες – πυρήνες”, οι οποίες συνθέτουν κάθε εμπόλεμο στράτευμα στη βάση του, αποτελούνται δε από τρεις έως πέντε το πολύ μαχητές – συμπολεμιστές, τους οποίους συνδέει ένας σχεδόν συγγενικού τύπου, κώδικας συμπεριφοράς, δεσμών αλληλεγγύης, κοινών απολαβών και υποχρεώσεων. Μία από τις ιερότερες υποχρεώσεις των μελών της ομάδας είναι για παράδειγμα η κάθε δυνατή συνδρομή όταν βεβαίως αυτό επιτρέπεται από τις συνθήκες της μάχης, όπως η μεταφορά του συναδέλφου τραυματία, κάποτε δε και η θανάτωσή του για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών.

Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία, 1919-22

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο γεγονός πως η ελληνική, σερβική, βουλγαρική και αλβανική εκδοχή των πρωταρχικών ομάδων στρατιωτών “εγκαθιδρύεται” συχνά με τελετουργίες αδελφοποίησης δια του αίματος14 θυμίζοντας βεβαίως ανάλογες “ανθρωπολογικές περιπτώσεις”, στη Μάνη για παράδειγμα. Παράλληλα, η προς τα μετόπισθεν κοινωνική λειτουργία της πρωταρχικής ομάδας συμπληρώνεται από την επίσης “ιερή υποχρέωση” πληροφόρησης των οικείων οικογενειών, ως προς τις τελευταίες στιγμές των πεσόντων συναδέλφων, ιδίως δε στα ευζωνικά τμήματα όπου οι συμπολεμιστές ήταν συνήθως και συντοπίτες.

Χαρακτηριστική και αντιπροσωπευτική είναι λοιπόν η ευζωνική μάχη. Οι τσολιάδες των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας αξιολογούν πρωτίστως ως υπέρτερη, τη μάχη σώμα με σώμα. Η απροσδόκητη βιομηχανοποίηση του ευρωπαϊκού πολέμου των αρχών του περασμένου αιώνα τους ενοχλεί, όταν δεν τους αηδιάζει. Ένα χαρακτηριστικό κείμενο εποχής, αναφερόμενο στην ελληνο-βουλγαρική μάχη της Κρέσνας τον Ιούλιο του 1913 αποδίδει σαφέστατα την ευζωνική πολεμική νοοτροπία της εποχής.

Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία, 1919-22

Μετά την κατάληψιν του 605 και τον χορόν των ευζώνων του ο Βελισσαρίου παρέταξε το τάγμα του και προς μεγάλην κατάπληξιν των τσολιάδων είπε : – Δεν σας αγαπώ. Δεν αξίζετε τίποτε. Κανένας σας δεν έκαμε τίποτε. Μόνον αυτός εδώ είναι για φίλημα και για παράσημο. Και έδειξεν ένα δεκανέα των πολυβόλων. – Τί έκανεν αυτούνους, καπετάνιε ηρώτησαν με στενοχώριαν οι τσολιάδες. – Αυτός επήγε σέρνοντας με την κοιλιά μόλις σας είπα – Γιουρούσ’ ρε παληόκορμα και ρίχθηκε του Βουλγάρου πολυβολητή και τούμπηξε την λόγχη στην κοιλιά. Έτσι μας γλύτωσε από το παληομηχάνημα αυτό που σπέρνει τον τόπο με βόλια και σωριάζει κορμιά… Το κατόρθωμα του δεκανέως θα μείνει ιστορικό. Ευρέθη ο Βούλγαρος πολυβολητής νεκρός με την ταινίαν του πολυβόλου στο χέρι. Την ενέργειαν αυτήν κανένας δεν του την υπέδειξε. Είναι η τακτική του Έλληνος στρατιώτου, η οποία δεν αναγράφεται εις στρατιωτικά βιβλία”.15

Πόλεμος λοιπόν ελληνικός, βαλκανικός, δηλαδή πόλεμος σαρκός στρατιωτών, σε αντιπαραβολή με το για μήνες σχεδόν ακίνητο, Βαλκανικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου των ετών 1917-1918. Γραπτά άλλωστε βετεράνων στρατιωτών Ελλήνων του Μικρασιατικού μετώπου, χαρακτηρίζουν την αμέσως προηγούμενη αυτή σύρραξη, “ως πόλεμο των χαρακωμάτων και της λάσπης”. Υπό το ταυτόσημο πρίσμα, ο προσεκτικός αναγνώστης της Ζωής εν Τάφω του Στράτη Μυριβήλη, αντιλαμβάνεται πόσο και γιατί απογοητεύτηκαν οι Λέσβιοι και βεβαίως οι υπόλοιποι Έλληνες μαχητές, όταν βορείως της Θεσσαλονίκης αντιμετώπισαν μια πολεμική πραγματικότητα – αντιγραφή, αν και όχι πιστή – του Δυτικού μετώπου του 1914-18, ενώ περίμεναν να βιώσουν εκ νέου την ορμή και την κίνηση των Βαλκανικών πολέμων, όπως τις γνώριζαν ίσως, τόσο μέσω της πολεμικής λαϊκής εικονογραφίας, όσο και από προσωπική εμπειρία ή έστω από εξιστορήσεις των οικείων των.

Ως προς τον ελληνικό τρόπο μάχης των αρχών του αιώνα, ο μαχητής Αντώνιος Παρθένιος θα αφήσει μεταγενέστερα μία σπάνια μαρτυρία, όταν αναφέρεται στην εμπειρία του από το Μακεδονικό μέτωπο του 1918. “Επήγαμε να ενισχύσουμε τους Γαλλο-Σενεγαλέζους από τα αριστερά μας. Εκεί ήταν που είδαμε για πρώτη φορά γαλλο-σενεγαλέζικο στρατό, βρισκόταν λίγο πιο δεξιά από εκεί που πολεμούσε τον εχθρό ο 5ος μας λόχος. Ποτέ δεν είχαμε δει συμμαχικό στρατό να πολεμάει τον εχθρό τόσο κοντά μας. Αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική φορά. Εκεί είδαμε πως πολεμούσαν τον εχθρό με τον δικό τους τρόπο. Εβάδιζαν τρία με έξι πόδια περίπου και στο ενδιάμεσο πήγαινε άλλος στρατιώτης. Εβάδιζαν αργά, όρθιοι και οι σφαίρες των εχθρικών πολυβόλων έπεφταν βροχή και τους εθέριζαν. Και ώσπου να τους ιδούμε όρθιους, τους βλέπαμε ξαπλωμένους στη γη, τραυματίες ή σκοτωμένους”.16

“Η ζωή εν τάφω” σε γαλλική μετάφραση, 2016

Είναι άλλωστε γνωστό από το διαθέσιμο αρχειακό υλικό, πως ο ελληνο-βαλκανικός και πιο ακριβέστερα, ο ευζωνικός τρόπος μάχης, είναι διαφορετικός. Γρήγορος και ριψοκίνδυνος μεν, αλλά εκ φύσεως παραμένει φειδωλός σε μάταιες απώλειες. Κάτω από τέτοιους όρους, οι πρωτοφανείς για τα ελληνικά χρονικά απώλειες κατά την εκστρατεία πέραν του Σαγγαρίου τον Αύγουστο του 1921, αποτελούν οδυνηρότατη τραυματική εμπειρία για τους επιζήσαντες μαχητές.

Στα βαλκανικά και μικρασιατικά μέτωπα, οι πολεμιστές μάχονται όπως χαρακτηριστικά λέγεται “με χέρια και με δόντια”. Εκτός από ξιφολόγχες, κάμες και στιλέτα των εκκαθαριστών των χαρακωμάτων, χρησιμοποιούν άλλοτε ακόμα και πέτρες ή στην ανάγκη άδεια κιβώτια πυρομαχικών. Οι μάχες εμπεριέχουν στοιχεία αφάνταστης βιαιότητας και παροξυσμού, όπου συχνά η διάκριση μεταξύ τακτικού και άτακτου αντιπάλου και τρόπου μάχης καθίσταται δύσκολη.

Το φαινόμενο βεβαίως των εκκαθαριστών των χαρακωμάτων δεν απαντάται μόνον στα βαλκανικά μέτωπα, παρά αποτελεί μέρος μιας ευρύτερα διαδεδομένης πρακτικής “ανορθόδοξου” πολέμου, η οποία δεν πέρασε απαρατήρητη από τους ιστορικούς του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το εύρος αυτής της πολεμικής πρακτικής έχει άλλωστε προβληματίσει τη σχετική ιστοριογραφία. Είναι γεγονός πως τα διάφορα κείμενα του μετώπου, όσο και οι μεταγενέστερες μαρτυρίες, αποφεύγουν να ανακαλέσουν τέτοιου είδους θέματα. Πλην όμως, κάποιες σπάνιες πηγές αφήνουν ορισμένα περιθώρια αποτίμησης, όπως η ακόλουθη τρομακτική μαρτυρία από το Μικρασιατικό μέτωπο, για ένα επεισόδιο το οποίο τοποθετείται λίγο παλαιότερα, στο Ελληνοβουλγαρικό μακεδονικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου των ετών 1917-18.

Είπα στο λοχία να δώσει λεπτομερή αναφορά στο λόχο, όπως τα είδε τα πράγματα. Ουου λέει. -Εγώ είμαι από την Χίο και δεν ξέρω γράμματα. Τον ρωτώ. -Καλά, πώς σε έκαναν λοχία, δεν έδωσες εξετάσεις ; Και άρχισε να μου λέει την ιστορία του. Ο λοχίας ήτο τότε στρατιώτης στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα στον πρώτο Πόλεμο. Ένα βράδυ -άρχισε να λέει, σηκώνομαι και βγαίνω από τα δικά μας χαρακώματα και πηγαίνω στα βουλγαρικά συρματοπλέγματα. Δε θυμάμαι πως κατόρθωσα και πέρασα τα χαρακώματα. Όπλο δεν είχα πάρει, μόνο τη μάχαιρα χαρακωμάτων. Μόλις πέρασα τα σύρματα και έφτασα στο βουλγαρικό φυλάκιο, κοίταζα να ιδώ το σκοπό. Δεν τον έβλεπα πουθενά. Κάποια στιγμή τον βλέπω να κοιμάται. Του δίνω μια με τη μάχαιρα στο σβέρκο και, καθώς είχε το κεφάλι του σκυφτό, του παίρνω το κεφάλι με μια που του έδωσα. Μπαίνω προσεκτικά στο βουλγαρικό φυλάκιο. Είχανε φως μέσα. Τους πρόσεξα καλά. Κοιμόντουσαν. Σε ένα λεπτό ήσαν και οι εννέα χωρίς κεφάλια. Παίρνω μια πετσέτα που ήτο κρεμασμένη. Σκουπίζω τα αίματα από το πρόσωπο και τα χέρια μου, βγαίνω έξω, ψάχνω, βρίσκω το ίδιο μέρος, και βγαίνω έξω από το φυλάκιο. Φωνάζω -Μην πυροβολάτε, εγώ είμαι. -Τους είπα το όνομά μου και όταν επήγα στα δικά μας χαρακώματα, δε με πυροβόλησαν. Τους είπα όλα αυτά που έκανα και με έκαναν αμέσως λοχία”.17

Θεία Λειτουργία. Μικρά Ασία, 1919-22

Ένας άλλος πρώην πολεμιστής αναφέρεται στη δράση του ως εκκαθαριστή των χαρακωμάτων του Μικρασιατικού μετώπου, με ύφος κάπως πιο επιγραμματικό. “Τη νύχτα σαν τα φαντάσματα χυνόμασταν μέσα στα εχθρικά χαρακώματα και σφάζαμε τους Τούρκους στον ύπνο. Και το πρωί το πυροβολικό τους μας ανάγκαζε να ξαναπάμε στις θέσεις μας”.18 Στο ίδιο κείμενο συναντά κανείς όλα σχεδόν τα κύρια χαρακτηριστικά του “τουρκικού πολιτισμικού πολεμικού μοντέλου”, τα οποία έναν αιώνα μετά τις ελληνο-οθωμανικές αψιμαχίες του 1821, διατηρούν έντονα εσωτερικευμένο τον πόλεμο των ατάκτων, εκεί όπου η αγριότητα φθάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να προκαλεί αηδία στον Έλληνα αντίπαλο.

Οι Τούρκοι δεν έπαυαν όμως να μας ενοχλούν και να μας επιτίθενται σε κλεφτοπόλεμο, ιδιαίτερα τη νύχτα. Άλλοτε ντυμένοι χωριάτες και άλλοτε αμέριμνοι σαρικοφόροι, με κρυμμένα τα όπλα τους κάτω από τις κελεμπίες τους. Είχαν την ευχέρεια να αναμιγνύονται μέσα στο πλήθος και να χάνονται τα ίχνη τους. Μπαίνανε τη νύχτα στις πόλεις και χωριά και ξεκληρίζανε οικογένειες ολόκληρες. Είδαμε εγκλήματα φρικιαστικά. Ο κόσμος συχνά δεν ένοιωθε ασφαλής. Μια μέρα χάσαμε έξι συντρόφους μας. Φύγανε το απόγευμα σ ’ένα διπλανό χωριό να αγοράσουν καπνό. Αργούσαν νάρθουν, ανησυχήσαμε. Την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκινήσαμε για αναζήτησή τους. Τους βρήκαμε στο γειτονικό χωριό σε φρικιαστική κατάσταση. Τους πέντε τους είχαν σκοτώσει και στο στόμα τους είχαν χώσει τα γεννητικά τους όργανα”.

Τον έκτο τον βρήκαμε δίπλα στους άλλους κρεμασμένον και γύρω από τον λαιμό του είχαν τυλίξει τ’ άντερά του. Ανατριχιάσαμε στο αντίκρυσμά τους. Τέτοια εγκλήματα δεν μπορούσε να σκεφθεί ποτέ Έλληνας στρατιώτης. Στενοχωρήθηκα, αγανάκτησα, γνώριζα τον τελευταίο διότι ήταν από τις Σοφάδες Καρδίτσας. 1922 Αύγουστος, 29. Αποδεκατιστήκαμε και ρίξαμε και την τελευταία σφαίρα. Και μετά σιωπή. Ήμασταν κυκλωμένοι. Αιχμάλωτοι. Έγινε σύνταξη των επιζώντων. Όλοι οι τραυματίες, βαριά και μη, εκτελέστηκαν επί τόπου από έναν τούρκο αξιωματικό. Συνταχθήκαμε, μας ξεγύμνωσαν τσίτσιδους. Από μακρυά κόσμος πολύς άρχισε νάρχεται να δει το γεγονός. Τότε μερικοί εξαγριωμένοι χωρικοί άρπαξαν τέσσερεις από μας και τους σκότωσαν μπροστά στα μάτια μας, με πέτρες και με ξύλα”.19.

Διανομή άρτου. Μικρά Ασία, 1919-22

Η εκτεταμένη ανασφάλεια εντός και εκτός του πεδίου των μαχών αποτελεί βεβαίως κοινό παρονομαστή για την πλειονότητα των βαλκανικών πολέμων, ξεπερνώντας το πλαίσιο της ελληνο-τουρκικής αντιπαράθεσης. Ο τουρκικός πόλεμος πάντως είναι, ως προς την τουρκική συλλογική αναπαράστασή του τουλάχιστον, πόλεμος Τσετών, με ότι αυτό συνεπάγεται. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν τόσο οι τουρκικές προπαγανδιστικές εικόνες εποχής, όσο και τα μεταγενέστερα μνημεία, όπως εκείνο στο Αφιόν Καραχισάρ το οποίο αναπαριστά έναν Τούρκο μαχητή να ποδοπατά Έλληνα στρατιώτη ο οποίος σφαδάζει.

Η Μικρασιατική Εκστρατεία άλλωστε, ήταν αναμφιβόλως ένας πόλεμος “υποσχόμενος” στους Έλληνες μαχητές κάποτε σίγουρο θάνατο και φρικτό, ίσως κι έπειτα από βιασμό20 ή πετάλωμα, σε περίπτωση αιχμαλωσίας ή τραυματισμού.

Θα πρότεινα συμπερασματικά μια πρώτη αποτίμηση του τουρκικού αυτού “μάχεσθαι” υπό το πολιτισμικό υπόστρωμα και “κεκτημένο” της οθωμανικής πρακτικής παρομοίων ακρωτηριασμών για το οποίο έγινε ήδη μνεία εδώ, όσο και σε αντίστοιχες άλλες μελέτες. Σε συνδυασμό άλλωστε με την νεοτουρκική εθνική ιδέα, κατά την οποία κάθε θρησκευτική ή εθνική ή εθνοτική ετερότητα στην ευρύτερη μικρασιατική ζώνη έπρεπε να εξοντωθεί, αντιλαμβάνεται ίσως κανείς καλύτερα πόσο πιο βίαιο στάθηκε για τους πολεμιστές αντιπάλους, το μικρασιατικό μέτωπο και “περιβάλλον” του, σε σχέση με προηγούμενα πολεμικά επεισόδια.

Διανομή άρτου. Μικρά Ασία, 1919-1922

Συνοψίζοντας ως προς την πολιτική και στρατιωτική της “καταγωγή”, η Μικρασιατική Εκστρατεία συνδέεται τόσο με τους Βαλκανικούς πολέμους, όσο και με την ελληνική παρουσία στο Ανατολικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνυπολογιζόμενης της Εκστρατείας στη Μεσημβρινή Ρωσία των ετών 1918 με 1919.

Επί του πρακτέου όμως, η Μικρασιατική Εκστρατεία, ως τμήμα ενός ιστορικού ελληνο-τουρκικού και γενικότερα διαβαλκανικού μάχεσθαι, δεν θεωρείται από τον Έλληνα μαχητή της περιόδου 1919-192321 ως “τυχοδιωκτική”, καθώς εντάσσεται στην ευρύτερη πολεμική δεκαετή προσπάθεια των ετών 1912-23.

Αν και οι πραγματικοί γεωπολιτικοί στόχοι της Μικρασιατικής Εκστρατείας υπαγορεύτηκαν και επιβλήθηκαν από τα Δυτικά και κυρίως από τα Βρετανικά συμφέροντα, οι Έλληνες οι οποίοι στρατεύθηκαν και πολέμησαν εκεί όλα εκείνα τα χρόνια, ήδη από το Μακεδονικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου, ζούσαν με την προσμονή της απελευθέρωσης του Ελληνισμού σε Μικρά Ασία και Θράκη. Αυτό άλλωστε βεβαιώνουν κείμενα του μετώπου, προσωπικά ημερολόγια για παράδειγμα και επιστολές, σε πείσμα πολλών αναλυτών, οι οποίοι κυρίως μετά το 1922, επισημαίνουν μονομερώς τον λεγόμενο “ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα” του όλου εγχειρήματος. Πλην όμως, οι στρατιώτες έγραφαν ήδη από το 1918.

“Είθε ο Ύψιστος να μας αξιώσει να χύσωμεν τα θαλερώτερα και θερμότερα δάκρυα μαζύ, τα δάκρυα της χαράς εορτάζοντες στην ωραίαν Σμύρνην την απελευθέρωσίν της, εντός του νέου έτους. Βασιλάκης Εμμανουήλ, Υπολοχαγός, Σέρραι, 7 Ιανουαρίου 1918”.22

Επιστολή από το Μέτωπο, 1920. Αρχείο Μνήμες, Φώντας Λάδης

Ο Έλληνας ως στρατιώτης λοιπόν, “συναντά” τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου και “μεταλαμβάνει” κάποιων κοινών δυτικών “διαπολεμικών” πολιτισμικών στοιχείων. Ανάμεσά σε αυτά, η ημερολογιακή γραφή, η αλληλογραφία, όσο και οι κώδικες συμπεριφοράς και κοινωνικότητας υπό συνθήκες στρατωνισμού, οι τρόποι ψυχαγωγίας, έως και η μαζική ενασχόληση με ανδροπρεπή αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο.

Παρά την προσαρμογή στα κοινά οπλικά συστήματα, τα οποία εξελίχθηκαν ραγδαία από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, η διαφορά, για να μην πούμε η ετερότητα, παρέμενε αισθητή, απτή όσο παρέπεμπε στην καθημερινότητα ως εμπειρία, προκαλώντας πάντοτε τα δικαιολογημένα σχόλια των ενδιαφερομένων, αν και ορισμένες καινοτομίες του Δυτικού μετώπου προσαρμόζονται γρήγορα στις βαλκανικές συνθήκες.

Μια τέτοια καινοτομία ήταν τα “Σπίτια του Στρατιώτου” και οι “Αδελφές του Στρατιώτου”, ψυχαγωγικές πρακτικές γυναικείων ή μη, θρησκευτικών αρχικά οργανώσεων, οι οποίες από το Δυτικό μέτωπο, επεκτάθηκαν και αλλού. Στα “Σπίτια” αυτά, οι στρατιώτες βρίσκουν θαλπωρή, χώρους αναψυχής με αναγνωστήρια περιοδικού τύπου και βιβλίων, την απαραίτητη προς αλληλογραφία γραφική ύλη, συχνά δε επίσης, τρόφιμα, φαγητό, ροφήματα και καθώς δωρεάν ή σε χαμηλές τιμές, τσιγάρα. Η αμερικανική οργάνωση YMCA και η αντίστοιχη ελληνική ΧΑΝ, η γνωστή Χριστιανική Αδελφότητα Νέων, συνδιοργάνωσαν τα πρώτα ιδρύματα του είδους στο Μακεδονικό μέτωπο των ετών 1916-18.

Γρήγορα όμως, με την ηθική υποστήριξη του ίδιου του Βενιζέλου, και χάρη στην ενεργητικότητα της “Μάνας του Στρατιώτου” Άννας Παπαδοπούλου-Μελά, αδελφής του Παύλου Μελά, ιδρύθηκαν κι άλλα τέτοια “Σπίτια του Στρατιώτου”, σε αρκετές πόλεις της τότε Ελληνικής Επικράτειας, καθώς και στις ζώνες δράσης του Ελληνικού Στρατού, ενδεικτικά σε Πειραιά, Σμύρνη και Αδριανούπολη. Οι πολύσημες αυτές πρακτικές, εκτός του ότι είναι ενδεικτικές των σχέσεων φύλου και πατριωτισμού, της σύνδεσης δηλαδή της “φυσικότητας” του εθνικού δεσμού με τη γυναικεία ιδιοσυστασία, παραπέμπουν επίσης στη διαδικασία ενσωμάτωσης και εθνοποίησης, ορισμένων εγγενών στοιχείων, λειτουργιών και συμβολισμών, ειδικότερα δε, όσων άπτονται του αξιακού κώδικα των παραδοσιακών συστημάτων συγγένειας.

Ενταφιασμός. Μικρά Ασία, 1919-22

Ο πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Μισαηλίδης μνημονεύει χαρακτηριστικά σε άρθρο του, ενδιαφέρουσες πτυχές των δραστηριοτήτων ενός τέτοιου ιδρύματος στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπως η συναναστροφή στρατιωτών με “Αδελφές”, γεγονός με σημασία, αν συνταυτίσουμε τις τότε πολεμικές και κοινωνικές συνθήκες. “18 Μαρτίου 1920. Πηγαίνω στο Σπίτι του Στρατιώτου. Τα κορίτσια της Μαγνησίας εκεί γραμματικοί των αγγραμμάτων φαντάρων. Τί ωραία έμπνευσις αυτή. Ζευγάρια ζευγάρια σ ’όλη την αίθουσα, σκύβουν πάνω σε ένα φύλλο χαρτιού πάνω. Ο φαντάρος βυθισμένος στην ανάμνησι εκείνων που ζούνε στο χωριό του. Η δεσποινίς, αδελφική Ιέρεια, με τη ψυχή γεμάτην απ’ την συγκίνησι του αδελφού στρατιώτου”.23

Ποιες ήταν όμως αυτές οι “Αδελφές του Στρατιώτου”; Πρόκειται κατά κανόνα για κοπέλες αστικής κυρίως καταγωγής, μέλη πατριωτικών σωματείων με τις οποίες αλληλογραφούσαν ταυτόχρονα δεκάδες, έως και σε σπάνιες περιπτώσεις εκατοντάδες μαχητές. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των αδελφών Δεσποτοπούλου, αδελφές στρατιωτών αλλά και αδελφές μεταξύ των, με πάνω από 200 “εθνικούς επιστολογράφους” και περισσότερες από 2500 αρχειοθετημένες επιστολές της περιόδου 1917-1923. Το αρχείο αυτό των αδελφών Γεωργίας και Νεφέλης Δεσποτοπούλου, ανήκε επί σειρά ετών στην Εταιρεία Αρχείων ΜΝΗΜΕΣ υπό τον Φώντα Λάδη και πλέον στο Ίδρυμα ΣΟΦΙΑ, και αποτελεί μοναδικό σύνολο προσωπικών και συλλογικών τεκμηρίων του είδους, καθώς εμπεριέχει εκτός από τις επιστολές, φωτογραφίες, χειρόγραφες εφημερίδες, υλικό, μέρος του οποίου δημοσιοποιήθηκε με την έκδοση του λευκώματος του Φώντα Λάδη Ιδρυτή των Μνημών, “Χαίρε Μέσα από τη Μάχη” το 1993.

Καθημερινότητα. Μικρά Ασία, 1919-22

Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του λευκώματος, “οι δύο νέες γυναίκες είναι μεθοδικές. Στέλνουν δώρα, θυμούνται τις ονομαστικές γιορτές και τα γενέθλια των επιστολογράφων, είναι ευγενικές μαζί τους. Ταξινομούν με αύξοντα αριθμό όλα τα γράμματα που λαμβάνουν και κρατούν καταλόγους. Με αρκετούς επιστολογράφους ανταλλάσσουν λίγα γράμματα, με άλλους η αλληλογραφία κρατάει χρόνια, με ορισμένους μάλιστα και μετά το 1922. Μερικοί σκοτώνονται στον πόλεμο ή χάνονται τα ίχνη τους, ενώ κάποιοι βαριούνται να συνεχίσουν, καθώς η Νεφέλη και η Γεωργία χρησιμοποιούν στην αρχή ψευδώνυμο. Οι δύο αδελφές διαβάζουν φεμινιστικά περιοδικά, παρακολουθούν κοινωνικές εκδηλώσεις, παίρνουν μέρος σε διαγωνισμούς. Δεν ενημερώνονται μόνο αλλά διαμορφώνουν δική τους γνώμη”.

Ανταλλάσσουν απόψεις με τους επιστολογράφους για φλέγοντα θέματα της εποχής, για τη γυναικεία ψήφο, για τον έρωτα, τη φιλία, το γάμο. Όπως το καταστατικό του Συνδέσμου ορίζει είναι υποχρεωμένες να στέλνουν αναμνηστικά δώρα ή άλλα προσωπικά είδη σε δεκάδες επιστολογράφους. Όσοι ζητούν τέτοιες εξυπηρετήσεις από μόνοι τους – βιβλία, παρτιτούρες, είδη ένδυσης, γλυκίσματα – στέλνουν τα αντίστοιχα ποσά ή ζητούν λόγω οικονομικής αδυναμίας… προσωρινή πίστωση. Από την πλευρά τους εκείνες ζητούν ενθύμια του πολέμου και κυρίως κάλυκες από βουλγαρικές ή τουρκικές οβίδες”.

Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία, 1919-22

Αντί επιλόγου

Στην αλλαγή του περασμένου αιώνα οι επιζώντες πολεμιστές της Μικρασιατικής Εκστρατείας όσο και οι “αδελφές” τους, παρήλθαν του κόσμου τούτου. Επέστρεψαν στην Ιστορία, έφυγαν πλήρεις αναμνήσεων, πήραν μαζί τους όνειρα και εφιάλτες, που για νύχτες τους έφερναν συχνά πίσω, κι ας είχαν περάσει τόσα και τόσα χρόνια από το 1922. Κι ενώ εκείνοι έζησαν ίσως τότε τις πιο μεστές σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας πριν την επόμενη τρομερή δεκαετία 1940-49, εμείς τώρα, ερήμην αυτών, ανακατασκευάζουμε ιστορία και μνήμη με ό,τι έμεινε να μας θυμίζει την αυθεντία του θνησιμαίου παρελθόντος, υποθέτοντας μάλιστα πως το εξεταζόμενο πλέγμα των “θερμών” πολεμικών γεγονότων, κατέστη πια το “σύννομο αντικείμενο της ψυχρής ιστορίας”.

Εν κατακλείδι της συνοπτικής αυτής μελέτης, αφιερωμένης στους Έλληνες στρατευμένους της εποχής εκείνης στη Μικρά Ασία, εν μέσω δε, διαχρονικών γεωπολιτικών και εθνικών “πυρκαγιών”, θα επαναλάβουμε με τη σειρά μας, κάτι που έχει διατυπωθεί ήδη αρκετές φορές, πλην όμως εις μάτην.

Το 1922 δεν κρίθηκε μόνο, η τρισχιλιόχρονη παρουσία του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Κρίθηκε, για δεύτερη φορά μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, το είδος του κράτους που θα δημιουργείτο μετά την Επανάσταση του 1821. Εις βάρος των αντιλήψεων περί ενός οικουμενικού ελληνισμού, καθώς ιδίως κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οποιαδήποτε ιδέα για μια Ελλάδα που θα ενδιαφερόταν για το σύνολο του Ελληνισμού, ακόμη ίσως και για εκείνον του ελλαδικού χώρου, προφανώς εξέλιπε… μετά από τόσους και τόσους “βαρύτατους” μήνες και χρόνους για την ελληνική ιστορική μνήμη.

Η Σμύρνη μάνα καίγεται. Αύγουστος 1922

* Φωτογραφία εξωφύλλου: Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία, 1919-22



Πώς βρίσκετε αυτή τη δημοσίευση;

Κάντε κλικ σε ένα αστέρι για να τη βαθμολογήσετε!

Μέσος όρος βαθμολογίας 0 / 5. Αριθμός ψήφων: 0

Δεν υπάρχουν ψήφοι ακόμα! Γίνετε ο πρώτος που θα βαθμολογήσει αυτό το άρθρο.

Αφού σας άρεσε αυτό το άρθρο...

Ακολουθήστε μας και στα κοινωνικά δίκτυα!

Λυπούμαστε πραγματικά για την εκτίμησή σας...

Ας βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση!

Πείτε μας πώς μπορούμε να βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση.


Σημειώσεις

  1. Με το Ιουλιανό ημερολόγιο, όπως και οι υπόλοιπες ημερομηνίες προ του 1923. 
  2. Βλ. ενδεικτικά, Αθανάσιος Αργυρόπουλος, “Μνήμες Πολέμων 1917-1922”, Αθήνα 1985. 
  3. Ως προς τον όρο “κουλτούρα πολέμου”, βλ. επίσης το άρθρο μου στα γαλλικά, “Η Μικρασιατική εκστρατεία μέσα από τις επιστολές των στρατιωτών: Μια κουλτούρα πολέμου, κληροδότημα του Μεγάλου Πολέμου 1914-18”. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 17, 107-121, Αθήνα 2011. 
  4. Colonel Bujac, “Les Campagnes de l’Armée Hellénique 1918-1922”, Lavauzelle, Paris 1930. 
  5. Αθανάσιος Αργυρόπουλος, “Μνήμες Πολέμων 1917-1922”, Αθήνα 1985. 
  6. Ιάκωβος Ακτσόγλου, “Χρονικό Μικρασιατικού Πολέμου 1919-1922”, Εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1998. 
  7. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος – Γενικό Επιτελείο Στρατού, “Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ελληνική Λαϊκή Εικονογραφία 1912-1913”, Αθήνα 1992. 
  8. Νεοκλής Σαρρής, “Οσμανική πραγματικότητα – Συστημική παράθεση δομών και λειτουργιών. Το Δεσποτικό Κράτος”, Εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 1990. 
  9. “Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα”, Εκδ. Εστία, Αθήνα 2011. 
  10. Μακρυγιάννης, ό.π. 
  11. Επιστολή δημοσιευμένη στην εφημερίδα “Εστία”, 24 Ιουνίου 1930, από τον Δ. Γατόπουλο. 
  12. Βλ. επίσης, Βασίλειος Λυμπερόπουλος, “Εύζωνοι – Οι πολεμιστές του θρύλου και της Ιστορίας”, Αθήνα 1996. 
  13. Όπως εκείνη του Stéphane Audoin Rouzeau στη Γαλλία και του John Keegan για την αγγλοσαξονική ακαδημαϊκή κοινότητα. 
  14. Η χαρακτηριστική συμβολική/λειτουργική μεταφορά νοοτροπιών και αναπαραστάσεων των όρων συγγενείας έως το ελληνικό πεδίο της μάχης από το 1821 έως το 1922 θα είναι θέμα ενός μελλοντικού μου κειμένου. 
  15. “Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ελληνική Λαϊκή Εικονογραφία 1912-1913”, ό.π., σελ. 338, απόσπασμα από κείμενο της Πολεμικής βιβλιοθήκης της “Ακροπόλεως”. 
  16. Αντώνιος Παρθένιος, “Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και Σμύρνη – Η ιστορία ενός στρατιώτη”, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997. 
  17. Αντώνιος Παρθένιος, ό.π., σελ. 207. 
  18. Χρήστος Μπαλαμώτης, “Μικρά Ασία – Μάϊος 1919 – Ιούλιος 1924”, εφημερίδα των Τρικάλων “Πρωϊνός Λόγος”, Ιούλιος 1991. 
  19. Χρήστος Μπαλαμώτης, ό.π. 
  20. Στας 24 Αυγούστου 1921 τη νύχτα κάναν επίθεσιν πάλιν και πήδηξαν στα χαρακώματά μας και πιάσαν ένα τραυματία αιχμάλωτον και τον βιάσαν”. Προσωπικό πολεμικό ημερολόγιο του μαχητή Ιωάννη Μετζαλή, “Ενθύμιον Πολέμου Μικράς Ασίας από 1919 έως 1922”, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, σελ. 73. 
  21. 1923 και όχι 1922, αν συνυπολογίσουμε την αναδιοργάνωση του Ελληνικού Στρατού επί του ποταμού Έβρου, καθώς και την πιθανότητα νέας προσφυγής στα όπλα έως την τελική συμφωνία της Λωζάνης, το καλοκαίρι του 1923. 
  22. Φώντας Λάδης, “Χαίρε μέσα από την Μάχη”, σελ. 125. 
  23. Αρχείο δημοσιευμάτων Κώστα Μισαηλίδη, Εστία Νέας Σμύρνης.